Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιαράς — ο και γιαρά, η τραύμα ή πληγή (συνήθως με πύον). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < τουρκ. yara] … Dictionary of Greek
γιαρά — η βλ. γιαράς … Dictionary of Greek
γιαρές — ο 1. ο γιαράς 2. ψυχικός πόνος 3. περιπαθές ανατολίτικο τραγούδι … Dictionary of Greek